απογυρίζω

απογυρίζω
(Μ ἀπογυρίζω)
νεοελλ.
1. κάνω γύρο, βόλτα
2. μιλώ με κυκλογυρίσματα, με περιστροφές
μσν.
1. ξαναγυρίζω, επιστρέφω
2. περιστρέφομαι, περιφέρομαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”